Γ. Ψυχογιός: Ξεκάθαρες και εφαρμόσιμες οι προτάσεις μας για την στήριξη και την επιβίωση μικρομεσαίων και ελεύθερων επαγγελματιών
Φαίνεται πως ένα από τα πράγματα που δεν καταφέραμε να κάνουμε κατά την προεκλογική περίοδο ήταν να πείσουμε ότι μπορούμε να διορθώσουμε και να αντιμετωπίσουμε καλύτερα και δικαιότερα του ελεύθερους επαγγελματίες και τους μικρομεσαίους.
Τώρα, εμείς που καταφέραμε να βγάλουμε τη χώρα από τα μνημόνια, να μειώσουμε την ανεργία από το 27% στο 17%, να αυξήσουμε για πρώτη φορά τον κατώτατο μισθό και να καταργήσουμε τον υποκατώτατο, να μειώσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές για πολλούς αυταπασχολούμενους και μικρομεσαίους εμπόρους και να αμβλύνουμε τις κοινωνικές ανισότητες, με την τρόικα πάνω από το κεφάλι μας – έχουμε χρέος να ελαφρύνουμε και να στηρίξουμε πιο ουσιαστικά τη «μεσαία τάξη» αποκαθιστώντας αδικίες και διορθώνοντας και λάθη που έγιναν. Και κυρίως επουλώνοντας τις πληγές που η διακυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη έχει επιφέρει φτωχοποιώντας μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας.
Στις σημερινές συνθήκες της παρατεταμένης πληθωριστικής κρίσης και της έκρηξης των τιμών στα βασικότερα είδη διαβίωσης των πολιτών (ενέργεια, καύσιμα, τρόφιμα, στέγαση), η στήριξη του εισοδήματος πρέπει να αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα.
Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, ο μέσος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα μειώθηκε το 2022 κατά 7,5%. Η αύξηση, λοιπόν, του κατώτατου μισθού και η τιμαριθμική αναπροσαρμογή του είναι αναγκαία μέτρα για την αναπλήρωση του εισοδήματος που έχουν χάσει οι εργαζόμενοι. Είναι ένα μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης και την ίδια στιγμή ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Πρόκειται για χρήματα που θα επιστρέψουν στην οικονομία μέσω της κατανάλωσης.
Υπάρχουν, δυνατότητες για μια πολιτική που θα έχει ως στόχο την προστασία της κοινωνίας μέσα από το τρίπτυχο: αύξηση μισθών, μείωση τιμών και ρύθμιση χρεών. Γιατί όλα συνδέονται. Δεν μπορούμε να έχουμε αύξηση μισθών με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όμως, για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους και την εστιασμένη μείωση των έμμεσων φορολογικών υποχρεώσεων, η πραγματική οικονομία θα πάρει βαθιά ανάσα.
Τα υποτιθέμενα επενδυτικά ρεκόρ της κυβέρνησης Μητσοτάκη αφορούν πρωτίστως τοποθετήσεις κεφαλαίων με πολύ χαμηλό αποτύπωμα στην ελληνική οικονομία: συγχωνεύσεις, ιδιωτικοποιήσεις και αγοραπωλησίες ακινήτων. Οι επενδύσεις σε νέες παραγωγικές μονάδες μειώθηκαν κατά 14% το 2021 και ακόμη περισσότερο το 2022.
Όσο αφορά στους κοινοτικούς όρους, εκεί μιλάμε για πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Τα επίσημα συγκριτικά στοιχεία απορρόφησης του ΕΣΠΑ δείχνουν την Ελλάδα στην 8η και όχι στην 1η θέση. Ενώ μέχρι και το τέλος του 2022 οι πραγματικές πληρωμές μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης μόλις που αγγίζουν το 4% των διαθέσιμων πόρων. Ακόμη πιο κρίσιμο είναι να δούμε ποιους τελικά αφορούν αυτά τα κονδύλια. Δυστυχώς, το νέο ΕΣΠΑ αφορά μόλις το 6,5% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ περισσότερο από το 90% των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης που έχουν εγκριθεί αφορούν αποκλειστικά και μόνο μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.
Την ώρα που οι επιχειρήσεις, η βιομηχανία, η τοπική αυτοδιοίκηση και ο αγροτικός τομέας χρειάζονται όσο ποτέ στήριξη και χρηματοδότηση, παραμένουν για την κυβέρνηση Μητσοτάκη ο μεγάλος χαμένος των χρηματοδοτήσεων.
Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι πρωτίστως παραγωγικό. Στοχεύουμε, λοιπόν, στην αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου, επιδιώκοντας βιώσιμες, παραγωγικές επενδύσεις, που αναβαθμίζουν το σύνολο της οικονομίας. Προς τούτο, δεσμευόμαστε για την ανακατεύθυνση των κοινοτικών πόρων προς τη μικρομεσαία επιχείρηση, προς καινοτόμα επιχειρηματικά σχήματα, προς την Περιφέρεια, που απουσιάζει πλήρως από το σχεδιασμό της σημερινής κυβέρνησης.